εγκαρδιώνω

εγκαρδιώνω
εγκαρδιώνω, εγκαρδίωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγκαρδιώνω — (Μ ἐγκαρδιώνω και ἐγκαρδιῶ, όω) δίνω θάρρος, εμψυχώνω μσν. εμπιστεύομαι …   Dictionary of Greek

  • εγκαρδιώνω — εγκαρδίωσα, εγκαρδιώθηκα, δίνω θάρρος, εμψυχώνω, εμπνέω σε κάποιον αυτοπεποίθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμψυχώνω — και εμψυχώ ( όω) (AM ἐμψυχῶ, Μ και ἐμψυχώνω) 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον ζωντανό, έμψυχο, ζωντανεύω, δίνω ζωή, επαναφέρω στη ζωή («ἐνεψύχωσε δ ὁ γλύπτας τὸν λίθον», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, τονώνω, δίνω δύναμη, εμπνέω θάρρος («το… …   Dictionary of Greek

  • ζωοδοτώ — (Α ζωοδοτῶ, έω) [ζωοδότης] παρέχω ζωή, ζωογονώ νεοελλ. εμψυχώνω, εγκαρδιώνω …   Dictionary of Greek

  • θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας …   Dictionary of Greek

  • θυμοποιώ — θυμοποιῶ, έω (Α) ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + ποιώ (< ποιός< ποιώ), πρβλ. αξιο ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • καρδιώνω — και γκαρδιώνω (AM καρδιώ, όω) [καρδιά] νεοελλ. μσν. εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω αρχ. 1. πληγώνω την καρδιά 2. μέσ. καρδιούμαι, όομαι εξάγω την καρδιά τού θύματος κατά τη θυσία, καρδιουλκώ* …   Dictionary of Greek

  • παραθαρσύνω — και παραθαρρύνω Α ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω («ἤν... τοὺς ἄλλους στρατιώτας συλλέγητε καὶ παραθαρρύνητε», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)] …   Dictionary of Greek

  • παρακελεύομαι — και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α 1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι 2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”